ἀναζητήσει

ἀναζητήσει
ἀναζήτησις
investigation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναζητήσεϊ , ἀναζήτησις
investigation
fem dat sg (epic)
ἀναζήτησις
investigation
fem dat sg (attic ionic)
ἀναζητέω
investigate
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναζητέω
investigate
fut ind mid 2nd sg
ἀναζητέω
investigate
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ναζητήσει , ἀναζητέω
investigate
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ναζητήσει , ἀναζητέω
investigate
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀναζητέω
investigate
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναζητέω
investigate
fut ind mid 2nd sg
ἀναζητέω
investigate
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • Τηλέγονος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. Όταν ενηλικιώθηκε, κατά σύσταση της μητέρας του, έφυγε από την Αιαίη για να αναζητήσει τον πατέρα του. Τον βρήκε όμως μια μεγάλη τρικυμία που τον ανάγκασε να βγει στην Ιθάκη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • αιτιολογητέον — αἰτιολογητέον (Α) [αἰτιολογῶ] πρέπει κανείς να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες …   Dictionary of Greek

  • αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • ανήλικος — Α. θεωρείται, κατά τον Αστικό Κώδικα, όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 18o έτος της ηλικίας του. Όποιος μάλιστα δεν έχει συμπληρώσει το 10o έτος αποκλείεται από κάθε είδους δικαιοπραξία και δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • αφαλάτωση — Η αφαίρεση του άλατος που περιέχεται σε μια ουσία. Λέγεται και αφάλιση. Η ανάγκη παραγωγής πόσιμου νερού από τα μεγάλα αποθέματα του θαλασσινού ώθησε την τεχνολογία να αναζητήσει μεθόδους μετατροπής, έπειτα από μια ειδική κατεργασία, του αλμυρού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”